μαγκουφιά

μαγκουφιά
η
1. η ιδιότητα τού μαγκούφη, το να ζει κάποιος μόνος
2. το να είναι κάποιος αποτυχημένος, ανεπρόκοπος
3. κακομοιριά, κακοριζικιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούφης + κατάλ. -ιά (πρβλ. γρουσουζιά, γυφτ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγκούφικος — η, ο [μαγκούφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαγκούφη, στη μαγκουφιά, κακομοίρικος, κακορίζικος, αχαΐρευτος. επίρρ... μαγκούφικα κακορίζικα, κακομοίρικα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”